κτεατίζω

κτεατίζω
κτεατίζω
gain
pres subj act 1st sg
κτεατίζω
gain
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτεατίζω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ. β. «αὖθις ἀπ ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, ατος (τὸ) + ίζω (πρβλ. κερματ ίζω, χρηματ ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κτεατίσσῃ — κτεατίζω gain aor subj mid 2nd sg (epic) κτεατίζω gain aor subj act 3rd sg (epic) κτεατίζω gain fut ind mid 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίσαι — κτεατίζω gain aor inf act κτεατίσαῑ , κτεατίζω gain aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίσσεται — κτεατίζω gain aor subj mid 3rd sg (epic) κτεατίζω gain fut ind mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατιζόμενος — κτεατίζω gain pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίζεται — κτεατίζω gain pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίσασθαι — κτεατίζω gain aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεατίσσατο — κτεατίζω gain aor ind mid 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτισα — κτεατίζω gain aor ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κτεάτισσα — κτεατίζω gain aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”